- κροκᾶτον
- κροκᾶτον, τό,A yellow parchment, Edict.Diocl.Asin.7.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκάτος — η, ο (AM κροκᾱτος, άτη, ᾱτον, Μ και κορκᾱτος, άτη, ᾱτον) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ω τής αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα τού δειλινού», Βάρν.) μσν. 1. (για φαγητό) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή καρυκευθεί με κρόκο αβγού 2. το … Dictionary of Greek